Ο λογαριασμός του ρεύματος που έφτασε πριν από λίγες μέρες —και αφορούσε τον Ιούλιο— με κατανάλωση air condition μικρή, ήρθε τριπλάσιος. Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Ένας μηνιαίος λογαριασμός που θα μπορούσε να είναι υλικό διατριβής για το πώς η βιοπολιτική μετατρέπεται σε εργαλείο οικονομικής εξουθένωσης. Και το πιο ειρωνικό; Καμία ενημέρωση, καμία διαφάνεια, καμία εξήγηση. Η αύξηση έρχεται σαν αργή δηλητηρίαση —σου αλλάζουν την τιμή και αφήνουν το γράφημα της κατανάλωσης ανέγγιχτο, ώστε να μην μπορείς να πεις ότι σπατάλησες.
Η αγορά ενέργειας παρουσιάζεται ως τεχνοκρατικός μηχανισμός, ως μαθηματική ουδετερότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα προγραμματισμένο καθεστώς αιφνιδιασμού. Οι αυξήσεις στην χονδρεμπορική τιμή —17% τον Ιούλιο, και προοπτική για πάνω από 35% μέχρι τον Σεπτέμβριο— περνούν στους λογαριασμούς χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση, σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο. Η ρητορική της κυβέρνησης απορροφά τη λογική της αγοράς: «οι τιμές καθορίζονται διεθνώς». Το ίδιο και οι πάροχοι: «το επιτόκιο της θερμότητας». Εδώ η ειρωνεία αγγίζει την παράνοια: έχουμε μια χώρα που υπερηφανεύεται για τον ήλιο και τον άνεμο, αλλά πληρώνει ρεύμα σαν να ζει στην καρδιά του πολικού χειμώνα.
Eδώ έχουμε μια κοινωνία της αδιαφάνειας ως κοινωνία της εξουθένωσης. Δεν σου ζητούν να καταναλώσεις λιγότερο για οικολογικούς λόγους, αλλά σε τιμωρούν ακόμη κι αν το κάνεις. Η μικρή κατανάλωση δεν είναι πια αρετή· είναι απλώς ευκαιρία για να σου πουν ότι δεν έχει σημασία πόσο λίγο χρησιμοποιείς το air condition, το τέλος επιβίωσης έχει ήδη οριστεί.
Η αύξηση αυτή δεν είναι απλώς οικονομικό γεγονός, αλλά πολιτικό μήνυμα: η ενέργεια δεν είναι δικαίωμα, είναι προνόμιο. Και όπως κάθε προνόμιο, απονέμεται και αφαιρείται χωρίς προειδοποίηση. Η έλλειψη ενημέρωσης δεν είναι ατύχημα, είναι στρατηγική: η αιφνιδιαστική μεταβολή των όρων σε κρατά σε μόνιμη κατάσταση άγνοιας, σε απογυμνώνει από την ικανότητα σχεδιασμού. Ο λογαριασμός γίνεται έτσι ένα μικρό μανιφέστο εξουσίας: αριθμοί που μοιάζουν τυχαίοι, αλλά είναι προσεκτικά ρυθμισμένοι ώστε να υπενθυμίζουν ποιος ορίζει την κανονικότητα.
Η ειρωνεία κορυφώνεται όταν το αφήγημα ντύνεται με «πράσινη» ρητορική. Πράσινα τιμολόγια, κυμαινόμενα, βιώσιμα. Η βιωσιμότητα όμως αφορά τα περιθώρια κέρδους, όχι το νοικοκυριό. Σου πουλάνε το ίδιο ρεύμα με πράσινη κορδέλα και χρυσή αύξηση. Ο πράσινος καπιταλισμός, εδώ, δεν είναι ηθικό πρόταγμα, είναι ο μηχανισμός με τον οποίο η οικολογία γίνεται άλλοθι για την απομύζηση.
Στην Ελλάδα, η ενέργεια έχει γίνει σαν το θέατρο της επιτελεστικότητας: μια σκηνή όπου ο πολίτης παίζει τον ρόλο του καταναλωτή, ενώ το σενάριο γράφεται αλλού. Το κοινό —εμείς— δεν χειροκροτεί πια, απλώς πληρώνει το εισιτήριο, όσο κι αν αλλάζει η τιμή του κάθε μήνα.
Ο λογαριασμός του ρεύματος που έφτασε πριν από λίγες μέρες —και αφορούσε τον Ιούλιο— με κατανάλωση air condition μικρή, ήρθε τριπλάσιος. Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Ένας μηνιαίος λογαριασμός που θα μπορούσε να είναι υλικό διατριβής για το πώς η βιοπολιτική μετατρέπεται σε εργαλείο οικονομικής εξουθένωσης. Και το πιο ειρωνικό; Καμία ενημέρωση, καμία διαφάνεια, καμία εξήγηση. Η αύξηση έρχεται σαν αργή δηλητηρίαση —σου αλλάζουν την τιμή και αφήνουν το γράφημα της κατανάλωσης ανέγγιχτο, ώστε να μην μπορείς να πεις ότι σπατάλησες.
Η αγορά ενέργειας παρουσιάζεται ως τεχνοκρατικός μηχανισμός, ως μαθηματική ουδετερότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα προγραμματισμένο καθεστώς αιφνιδιασμού. Οι αυξήσεις στην χονδρεμπορική τιμή —17% τον Ιούλιο, και προοπτική για πάνω από 35% μέχρι τον Σεπτέμβριο— περνούν στους λογαριασμούς χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση, σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο. Η ρητορική της κυβέρνησης απορροφά τη λογική της αγοράς: «οι τιμές καθορίζονται διεθνώς». Το ίδιο και οι πάροχοι: «το επιτόκιο της θερμότητας». Εδώ η ειρωνεία αγγίζει την παράνοια: έχουμε μια χώρα που υπερηφανεύεται για τον ήλιο και τον άνεμο, αλλά πληρώνει ρεύμα σαν να ζει στην καρδιά του πολικού χειμώνα.
Eδώ έχουμε μια κοινωνία της αδιαφάνειας ως κοινωνία της εξουθένωσης. Δεν σου ζητούν να καταναλώσεις λιγότερο για οικολογικούς λόγους, αλλά σε τιμωρούν ακόμη κι αν το κάνεις. Η μικρή κατανάλωση δεν είναι πια αρετή· είναι απλώς ευκαιρία για να σου πουν ότι δεν έχει σημασία πόσο λίγο χρησιμοποιείς το air condition, το τέλος επιβίωσης έχει ήδη οριστεί.
Η αύξηση αυτή δεν είναι απλώς οικονομικό γεγονός, αλλά πολιτικό μήνυμα: η ενέργεια δεν είναι δικαίωμα, είναι προνόμιο. Και όπως κάθε προνόμιο, απονέμεται και αφαιρείται χωρίς προειδοποίηση. Η έλλειψη ενημέρωσης δεν είναι ατύχημα, είναι στρατηγική: η αιφνιδιαστική μεταβολή των όρων σε κρατά σε μόνιμη κατάσταση άγνοιας, σε απογυμνώνει από την ικανότητα σχεδιασμού. Ο λογαριασμός γίνεται έτσι ένα μικρό μανιφέστο εξουσίας: αριθμοί που μοιάζουν τυχαίοι, αλλά είναι προσεκτικά ρυθμισμένοι ώστε να υπενθυμίζουν ποιος ορίζει την κανονικότητα.
Η ειρωνεία κορυφώνεται όταν το αφήγημα ντύνεται με «πράσινη» ρητορική. Πράσινα τιμολόγια, κυμαινόμενα, βιώσιμα. Η βιωσιμότητα όμως αφορά τα περιθώρια κέρδους, όχι το νοικοκυριό. Σου πουλάνε το ίδιο ρεύμα με πράσινη κορδέλα και χρυσή αύξηση. Ο πράσινος καπιταλισμός, εδώ, δεν είναι ηθικό πρόταγμα, είναι ο μηχανισμός με τον οποίο η οικολογία γίνεται άλλοθι για την απομύζηση.
Στην Ελλάδα, η ενέργεια έχει γίνει σαν το θέατρο της επιτελεστικότητας: μια σκηνή όπου ο πολίτης παίζει τον ρόλο του καταναλωτή, ενώ το σενάριο γράφεται αλλού. Το κοινό —εμείς— δεν χειροκροτεί πια, απλώς πληρώνει το εισιτήριο, όσο κι αν αλλάζει η τιμή του κάθε μήνα.